- ἐπιτέχνημα
- ἐπιτέχνημαcontrivanceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτέχνημα — ἐπιτέχνημα, τὸ (Α) [επιτεχνώμαι] τέχνασμα, δόλια επινόηση εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
ἐπιτεχνημάτων — ἐπιτέχνημα contrivance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτεχνήμασι — ἐπιτέχνημα contrivance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτεχνήματα — ἐπιτέχνημα contrivance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτεχνήματος — ἐπιτέχνημα contrivance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτέχνασμα — ἐπιτέχνασμα, τὸ (Μ) [επιτεχνάζω] επιτέχνημα, τέχνασμα, δόλια επινόηση … Dictionary of Greek